«Τότε ἰδὼν ὁ Ἡρώδης ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν· καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεέμ, καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς, ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον, ὅν ἡκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων».
1. Δὲν ἔπρεπε βεβαίως νὰ ὀργισθῇ ἀλλὰ νὰ φοβηθῇ καὶ νὰ μαζευθῇ καὶ νὰ ἐννοήσῃ ὅτι ἐπιχειρεῖ ἀκατόρθωτα πράγματα. Δὲν συγκρατεῖται ὅμως. Ὅταν ἡ ψυχὴ εἶναι ἀχάριστος καὶ ἀνεπίδεκτος δὲν ὑποχωρεῖ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ φάρμακα, ποὺ δίδει ὁ Θεός. Ἰδού, παρατήρησε καὶ τοῦτον πῶς συναγωνίζεται τοὺς προηγουμένους του· προσθέτει φόνον εἰς τοὺς φόνους καὶ παντοῦ τρέχει κατὰ κρημνοῦ. Σὰν νὰ ἦτο κυριευμένος ἀπὸ κάποιον δαίμονα τῆς ὀργῆς καὶ τῆς βασκανίας. Δὲν ὑπολογίζει κανένα, μανιάζει καὶ ἐναντίον αὐτῆς τῆς φύσεως, καὶ τὴν ὀργήν του ἐναντίον τῶν μάγων ποὺ τὸν ἐγέλασαν, ἀφήνει νὰ ἐκσπάσῃ κατὰ τῶν παιδιῶν, ποὺ δὲν τὸν εἶχαν εἰς τίποτε βλάψει, καὶ ἀποτολμᾷ εἰς τὴν Παλαιστίνην, δρᾶμα συγγενικὸν μὲ ὅσα εἶχαν τότε συμβῆ εἰς τὴν Αἰγυπτον. Διότι λέγει· «Ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς, ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω κατὰ τὸν χρόνον, ὅν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων.
Εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο δείξετε παρακαλῶ πολλὴν προσοχήν. Πολλοὶ λέγουν πολλὰς φλυαρίας χάριν τῶν παιδιῶν τούτων, καὶ χαρακτηρίζουν ὡς ἄδικα τὰ γενόμενα. Καὶ ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς διατυπώνουν μετριοπαθέστατα τὴν ἀπορίαν των, ἄλλοι δὲ μὲ μεγαλύτερον θράσος καὶ πεῖσμα. Διὰ νὰ ἀπαλλάξωμεν λοιπὸν τοὺς μὲν ἀπὸ τὸ πεῖσμα των καὶ τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν ἀπορίαν, ζητῶ νὰ ἔχω τὴν ἀνοχήν σας, διὰ νὰ σᾶς ὁμιλήσω διὰ τὸ ζήτημα τοῦτο.
Ἄν ἡ κατηγορία των εἶναι αὐτή, ὅτι δηλαδὴ ἐπιδείχθη ἀδιαφορία διὰ τὴν θανάτωσιν τῶν παιδιῶν, ἄς κατηγορήσουν καὶ τὴν σφαγὴν τῶν στρατιωτῶν, ποὺ ἐφύλασσαν τὸν Πέτρον. Ἐδῶ ὅταν ἔφυγε τὸ παιδί, σφάζονται ἄλλα παιδιὰ εἰς τὴν θέσιν αὐτοῦ ποὺ ἐζητοῦσαν. Καὶ τότε πάλιν, ὅταν ὁ ἄγγελος ἠλευθέρωσε τὸν Πέτρον ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ τὰς ἀλύσεις, ἕνας ὁμώνυμος καὶ ὁμότροπος τοῦ τυράνου τούτου, ὅταν τὸν ἐζήτησε καὶ δὲν τὸν εὑρῆκεν, ἐξόντωσεν εἰς τὴν θέσιν του τοὺς στρατιώτας ποὺ τὸν ἐφύλασσαν.
Τὶ σχέση ἔχει τοῦτο; θὰ εἰπῇ κάποιος. Τοῦτο δὲν ἀποτελεῖ λύσιν ἀλλὰ περιπλοκὴν τοῦ ζητήματος.
Τὸ γνωρίζω καὶ ἐγὼ καὶ διὰ τοῦτο φέρω εἰς τὴν μέσην ὅλα αὐτά, διὰ νὰ δώσω εἰς ὅλα τὴν ἴδιαν λύσιν. Ποία εἶναι, λοιπόν, ἡ λύσις καὶ ποίαν εὐπρόσεκτον δικαιολογίαν ἔχομεν νὰ φέρωμεν; Δὲν εἶναι αἴτιος τῆς σφαγῆς ὁ Χριστὸς ἀλλ’ ἡ σκληρότης τοῦ βασιλέως· ὅπως καὶ τῆς σφαγῆς ἐκείνων δὲν εἶναι ὁ Πέτρος, ἀλλὰ ἡ ἀνοησία τοῦ Ἡρώδου. Ἄν ἔβλεπεν ἕναν τοῖχον τρυπημένον ἤ πύλας νὰ ἔχουν ἀνατραπῆ, θὰ ἠμποροῦσε νὰ κατηγορήσῃ δι’ ἀμέλειαν τοὺς στρατιώτας, ποὺ ἐφύλασσαν τὸν Ἀπόστολον. Τώρα ὅμως ὅλα εὑρίσκοντο εἰς τὴν θέσιν των· καὶ αἱ θύραι ἦσαν κλεισμέναι καὶ αἱ ἀλύσεις κλειδωμέναι εἰς τὰ χέρια τῶν φρουρῶν, διότι ἦσαν δεμένοι ὅλοι μὲ αὐτόν. Ἠμποροῦσε λοιπὸν νὰ συμπεράνῃ ἀπὸ αὐτά, ἄν ἔκρινεν ὀρθὰ δι’ ὅσα εἶχαν συμβῆ, ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶχε γίνει δὲν ἦτο ἔργον ἀνθρώπου οὔτε πρᾶξις κάποιου ἐχθροῦ του, ἀλλὰ ἐνέργεια μιᾶς θείας καὶ θαυματουργικῆς δυνάμεως. Ἔτσι, ἔπρεπε νὰ προσκυνήσῃ τὸν αἴτιον τοῦ γεγονότος καὶ ὄχι νὰ στραφῆ κατὰ τῶν φρουρῶν. Μὲ αὐτὸ τὸ νόημα ὁ Θεὸς ἔπραξεν ὅλα ὅσα ἔπραξεν. Ὄχι μόνον δὲν ἤθελε νὰ θυσιάσῃ τοὺς φρουρούς, ἀλλὰ καὶ τὸν βασιλέα νὰ ὁδηγήσῃ μὲ αὐτὰ εἰς τὴν ἀλήθειαν. Ἄν ἐκεῖνος ἐφάνη ἀγνώμων, τὶ σχέσιν ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ μὲ τὸν σοφὸν ἰατρὸν τῶν ψυχῶν ἡ ἀταξία τοῦ ἀσθενοῦς;
Ἠμποροῦμεν νὰ εἰποῦμεν καὶ ἐδῶ τὸ ἴδιον. Διατὶ ὠργίσθης, Ἡρώδη, μετὰ τὸ περιγέλασμα τῶν μάγων; Δὲν ἀντελήφθης ὅτι τὸ γεννηθὲν ἦτο θεϊκόν; Σὺ δὲν ἐκάλεσες τοὺς ἀρχιερεῖς; Σὺ δὲν συγκέντρωσες τοὺς γραμματεῖς; Ὅταν ἐκλήθησαν εἰς τὸ δικαστήριόν σου, δὲν ἔφεραν μαζί των καὶ τὸν προφήτην, ποὺ προανήγγειλεν ὅλα αὐτὰ μὲ τὸν φωτισμὸν τοῦ οὐρανοῦ; Δὲν εἶδες ὅτι τὰ παλαιὰ ἦσαν σύμφωνα μὲ τὰ νέα; Δὲν ἤκουσες ὅτι ἀκόμη καὶ τὸ ἄστρον ὑπηρέτησε τὸ γεγονός; Δὲν ἐσεβάσθης τὸν ζῆλον τῶν βαρβάρων; Δὲν ἐθαύμασες τὸ θάρρος των; Δὲν ἐρρίγησες ἀπὸ τὴν ἐπαλήθευσιν τοῦ προφήτου; Δὲν ἀντελήφθης τὰ πρόσφατα ἐπὶ τῇ βάσει τῶν προηγουμένων; Διὰ ποῖον λόγον δὲν ἔκαμες ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὴν σκέψιν ὅτι τὸ πρᾶγμα δὲν ἦτο μιὰ πλεκτάνη τῶν μάγων, ἀλλ’ ὅτι ἡ θεία δύναμις οἰκονομοῦσε τὰ πάντα πρὸς τὸ πρέπον; Ἀλλὰ καὶ ἄν ἐξαπατήθη ἀπὸ τοὺς μάγους, τὶ σχέσιν εἶχαν τὰ παιδιά, ποὺ δὲν εἶχαν κάμει καμμίαν ἀδικίαν;
2. Μάλιστα, μᾶς λέγει. Ὡραῖα ἄφησες ἀναπολόγητον τὸν Ἡρώδην καὶ τὸν ἐπαρουσίασες μιαρὸν φονέα. Δὲν ἀνεσκεύασες ὅμως ἀκόμη τὴν ἔνστασιν τῆς ἀδικίας δι’ ὅσα εἶχαν συμβῆ. Ἄν ἐκεῖνος ἔπραττεν ἀδίκως, διατὶ συγκατετέθη ὁ Θεός;
Τὶ θὰ ἀπαντήσωμεν εἰς αὐτό; Ὅ,τι πάντοτε καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ εἰς τὴν ἀγορὰν δὲν θὰ παύσω νὰ ἐπαναλαμβάνω. Τοῦτο θέλω νὰ τηρῆτε καὶ σεῖς μὲ ἀκρίβειαν· εἶναι ἕνας κανὼν ποὺ ἀρμόζει εἰς κάθε τέτοιαν ἀπορίαν σας. Ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ κανὼν καὶ ποῖος εἶναι ὁ λόγος; Εἶναι πολλοὶ ὅσοι ἀδικοῦν ἀλλὰ δὲν ἀδικεῖται κανένας[1]. Καὶ διὰ νὰ μὴ σᾶς ταράσσῃ περισσότερον τὸ αἴτημά μου, δίδω ἀμέσως καὶ τὴν λύσιν. Ὅ,τι ἄδικον καὶ ἄν πάθωμεν ἀπὸ κάποιον, ὑπολογίζει ὁ Θεὸς τὴν ἀδικίαν αὐτὴν ἤ πρὸς διαγραφὴν ἁμαρτημάτων ἤ διὰ νὰ μᾶς δώσῃ μισθόν.
Ἄς χρησιμοποιήσωμεν ἕνα παράδειγμα, διὰ ν’ ἀποσαφηνισθῇ τὸ πρᾶγμα καλύτερα. Ἄς ὑποθέσωμεν ὅτι ἕνας ὑπηρέτης ὀφείλει πολλὰ χρήματα εἰς τὸν κύριόν του. Ἔπειτα ὁ ὑπηρέτης αὐτὸς δέχεται τὴν βίαν ἀδίκων ἀνθρώπων, ποὺ τοῦ ἀφαιροῦν μέρος ἀπὸ τὰ ἰδικά του. Ἄν, λοιπὸν ὁ κύριος, ποὺ ἠμπορεῖ νὰ ἐμποδίσῃ τὸν ἄρπαγα καὶ τὸν πλεονέκτην, δὲν βάλῃ εἰς τὴν θέσιν των τὰ χρήματα, ἀλλὰ ἐκπέσῃ ἀπὸ τὴν πρὸς αὐτὸν ὀφειλὴν τοῦ δούλου, ὅσα τοῦ ἀφήρεσαν, ὁ δοῦλος ἔχει τάχα ἀδικηθῆ; Καθόλου βεβαίως. Καὶ ἄν τοῦ ἀποδώσῃ ἀκόμη περισσότερα; Δὲν ἔχει καὶ μεγαλύτερο κέρδος; Εἶναι φανερὸν εἰς ὅλους.
Ἄς μεταφέρωμεν τοῦτο καὶ εἰς ὅσα πάσχομεν· ὅτι δι’ ὅσας ἀδικίας ὑφιστάμεθα ἤ διαγράφονται ἁμαρτήματά μας ἤ κερδίζομεν λαμπροτέρους στεφάνους, ἄν δὲν ἔχωμεν ἀνάλογα ἁμαρτήματα. Ἄκουσε τὸν Παῦλον νὰ λέγῃ πρὸς ἐκεῖνον ποὺ ἔχει πορνεύσει· «Παράδοτε τὸν τοιοῦτον τῷ Σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ»[2]. Ποίαν σχέσιν ἔχει τοῦτο; Ὁ λόγος μας εἶναι δι’ ὅσους ἀδικοῦνται ἀπὸ ἄλλους, ὄχι δι’ ὅσους διορθώνουν οἱ διδάσκαλοι. Κατ’ ἀκρίβειαν οἱ δύο περιπτώσεις δὲν ἔχουν καμμίαν διαφοράν· διότι τὸ ζήτημά μας εἶναι ἄν ἡ ἀδικία δὲν ἀποτελεῖ ζημίαν δι’ ἐκεῖνον, ποὺ ἠδικήθη[3].
Ἀλλά, διὰ νὰ φέρω τὸν λόγον μου πλησιέστερον πρὸς τὸ θέμα, ἐνθυμηθῆτε τὸν Δαυίδ. Ὅταν εἶδε τὸν Σεμεΐ[4] νὰ ὁρμᾷ ἐναντίον του, νὰ τοῦ ἐπιτίθεται εἰς τὴν συμφοράν του καὶ νὰ τὸν περιλούῃ μὲ ἀμετρήτους ἐξευτελισμούς, ἐνῷ οἱ στρατηγοὶ ἤθελαν νὰ τὸν φονεύσουν, τοὺς ἠμπόδισεν. «Ἄφετε αὐτὸν καταρᾶσθαι, ὅπως ἴδῃ Κύριος τὴν ταπείνωσίν μου καὶ ἀνταποδῷ μοι ἀγαθὰ ἀντὶ τῆς κατάρας ταύτης ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτη»[5]. Καὶ εἰς τοὺς Ψαλμούς του ψάλλει· «Ἴδε τοὺς ἐχθρούς μου ὅτι ἐπληθύνθησαν καὶ μῖσος ἄδικον ἐμίσησάν με, καὶ ἄφες πάσας τὰς ἁμαρτίας μου»[6]. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἔλαβε καὶ ὁ Λάζαρος τὴν ἀμοιβήν του, ἐπειδὴ ὑπέστη εἰς τὴν ζωὴν του ἀμέτρητα δεινά[7]. Δὲν ἀδικοῦνται λοιπόν, ὅσοι ἠδικήθησαν, ἄν ὑποφέρουν μὲ γενναιότητα, ὅλα ὅσα ὑφίστανται, ἀλλὰ καὶ μεγαλύτερο κέρδος ἔχουν εἴτε ἀπὸ τὸν Θεὸν παιδεύονται εἴτε ἀπὸ τὸν διάβολον βασανίζονται.
Καὶ ποίαν ἁμαρτίαν εἶχαν τὰ παιδιά, διὰ νὰ διαγραφῇ, ἀντιτείνει κάποιος. Ἕνα τέτοιον ἰσχυρισμὸν ἠμπορεῖ νὰ προβάλλῃ κανεὶς δι’ ὅσους εἶναι εἰς ἡλικίαν καὶ ἔχουν διαπράξει πολλὰ σφάλματα. Ὅποιοι ὅμως εἶχαν ἕνα τέτοιο πρόωρο τέλος, ποῖα ἁμαρτήματά των ἐξώφλησαν μὲ τὰ δεινοπαθήματά των;
Δὲν ἤκουσες νὰ λέγω, ὅτι καὶ ἄν δὲν ὑπάρχουν ἁμαρτήματα, γίνεται ἐκεῖ ἀνταπόδοσις ἀμοιβῆς εἰς αὐτοὺς ποὺ ἐδῶ δεινοπαθοῦν; Μὲ μίαν τέτοιαν προϋπόθεσιν ποίαν ζημίαν ἔπαθαν τὰ παιδιά, ποὺ ἐφονεύθησαν καὶ μετεφέρθησαν ἀμέσως εἰς τὸ ἀκύμαντο λιμάνι; Ἴσως ἄν ἐζοῦσαν θὰ ἦσαν εἰς θέσιν νὰ κατορθώσουν πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα. Ἀλλὰ διὰ τοῦτο τοὺς ἐπιφυλάσσει ὄχι ἀσήμαντον μισθόν, διὰ τὸ ὅτι ἐτελείωσαν τὴν ζωήν των, ἐνῷ ὑπήρχε μία τέτοια προοπτική. Ἄν ἦτο ἀλλιῶς, οὔτε ποὺ θὰ ἄφηνε καθόλου, νὰ ἀναρπασθοῦν πρόωρα τὰ παιδιά, ἄν ἐπρόκειτο νὰ ἀποβοῦν σπουδαῖα προσωπικότητες. Ἄν μὲ τόσην μακροθυμίαν ἀνέχεται αὐτοὺς ποὺ πρόκειται νὰ ζοῦν ἀδιακόπως μέσα εἰς τὴν κακίαν, πολὺ περισσότερον δὲν θὰ ἐπέτρεπε νὰ ἀποθάνουν τὰ παιδιὰ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, ἄν ἐπρόβλεπεν ὅτι θὰ ἐπιτελοῦσαν μεγάλα ἔργα.
Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἰδικοί μας λόγοι. Καὶ δὲν εἶναι βεβαίως μόνον αὐτοί· Ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι πιὸ ἀπόρρητοι, ποὺ τοὺς γνωρίζει μὲ ἀκρίβειαν ἐκεῖνος, ποὺ οἰκονομεῖ ὅλα αὐτά. Ἄς ἀφήσωμεν εἰς ἐκεῖνον τὴν ἀκριβὴ κατανόησιν τοῦ θέματος τούτου καὶ ἡμεῖς ἄς κρατήσωμεν τὰ ἐξῆς καὶ εἰς τὰς συμφορὰς τῶν ἄλλων ἄς διδασκώμεθα νὰ ὑποφέρωμεν τὰ πάντα μὲ γενναιότητα. Διότι δὲν ἔπεσεν εἰς τὴν Βηθλεὲμ τότε μικρὰ τραγωδία, νὰ ἁρπάζωνται τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὴν ἀγκάλην τῶν μητέρων καὶ νὰ ὁδηγοῦνται εἰς τὴν ἄδικον αὐτὴν σφαγήν. Ἄν ὅμως διατηρῇς ἀκόμη τὴν μικροψυχίαν καὶ δὲν ἐννοῇς τὴν σκοπιμότητα τοῦ γεγονότος, πληροφορήσου τὸ τέλος ἐκείνου, ποὺ τὸ ἐτόλμησε καὶ πάρε μικρὰν ἀναπνοήν. Τὸν εὑρῆκε ταχυτάτη ἡ δίκη δι’ αὐτὰ καὶ ἔλαβε τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν εἰς τὸ ἀποτρόπαιον ἔγκλημά του. Ἐτελείωσε τὴν ζωήν του μὲ σκληρὸν θάνατον, ἀθλιώτερον ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ εἶχε τολμήσει. Ἔπαθε καὶ ἄλλα ἄπειρα δεινά, ποὺ θὰ μάθετε, ὅταν διαβάσετε τὴν σχετικὴν διήγησιν τοῦ Ἰωσήπου[8] καὶ τὴν ὁποίαν δὲν ἐθεωρήσαμεν ἀπαραίτητον νὰ παρεμβάλωμεν ἐδῶ, διὰ νὰ μὴν κάμωμεν τὸν λόγον μας μακρὸν καὶ διακοπῇ ἡ συνέχειά του.
«Τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· «φωνὴ ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη, Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν»[9]. Ἐπειδὴ ἐπλημμύρισε μὲ φρίκην τὴν ψυχὴν τοῦ ἀκροατοῦ, ὅταν διηγήθη ὅλα αὐτά, ἐπειδὴ δὲν εἶχε τὴν δύναμιν ὁ Θεὸς νὰ τὰ ἐμποδίσῃ καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζεν, ἀφοῦ καὶ ἀπὸ προηγουμένως ταὰ ἔγνώριζε καὶ ταὰ εἶχε προαναγγείλει μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτου. Μὴ ταραχθῇς, λοιπόν, καὶ μὴ ἀπογοητευθῇς, ἀποβλέπων εἰς τὴν ἀνερεύνητον πρόνοιάν Του, ποὺ εἶναι δυνατὸν ἄριστα νὰ τὴν διαπιστώσωμεν καὶ ἀπὸ ὅσα ἐνεργεῖ καὶ ἀπὸ ὅσα συγχωρεῖ. Τοῦτο καὶ εἰς ἄλλο σημεῖον συνομιλῶν μὲ τοὺς μαθητάς του ἄφησε νὰ ἐννοηθῇ. Ὅταν προανήγγειλεν εἰς αὐτοὺς τὰ δικαστήρια, τὰς συλλήψεις, τοὺς πολέμους τῆς οἰκουμένης, τὴν ἀδιάλλακτον καταδρομήν, ἐπρόσθεσε διὰ νὰ ἀνακουφίσῃ τὴν ψυχήν των καὶ νὰ τοὺς παρηγορήσῃ. Οὐχὶ δύο στρουθία ἀσσαρίου πωλεῖται καὶ ἕν ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπὶ τὴν γῆν ἄνευ τοῦ Πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν Οὐρανοῖς»[10]. Τὰ ἔλεγε αὐτὰ, διὰ νὰ δείξῃ εἰς αὐτοὺς ὅτι δὲν γίνεται τίποτε, ποὺ ἐκεῖνος ἀγνοεῖ· τὰ γνωρίζει ὅλα, μόνον ὅτι δὲν ἐπεμβαίνει εἰς ὅλα. Μὴ ταράττεσθε, λοιπὸν καὶ μὴ ἀνησυχῆτε. Διότι αὐτὸς ποὺ γνωρίζει ὅσα ὑποφέρετε καὶ εἶναι σὲ θέση νὰ τὰ ἐμποδίσῃ, εἶναι φανερὸν ὅτι δὲν τὰ ἐμποδίζει, ἐπειδὴ προνοεῖ καὶ ἐνδιαφέρεται διὰ σᾶς. Τὴν σκέψιν αὐτὴν νὰ κάμωμεν καὶ διὰ τοὺς ἰδικούς μας πειρασμοὺς καὶ ἀπὸ αὐτὴν θὰ ἀντλήσωμεν τὴν ἀπαραίτητον παρηγορίαν.
Καὶ τὶ κοινὸν ὑπάρχει μεταξὺ Ραχὴλ καὶ Βηθλεέμ, θὰ ἐρωτοῦσε κάποιος. Διότι λέγει· «Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς».
Καὶ τὶ κοινὸν πάλιν μεταξὺ Ραμᾶ καὶ Ραχήλ;
Ἡ Ραχὴλ ἦτο μήτηρ τοῦ Βενιαμὶν καὶ μετὰ τὸν θάνατόν της τὴν ἔθαψαν εἰς τὸν ἱππόδρομον, ποὺ εὑρίσκεται ἐκεῖ πλησίον. Ἐπειδή, λοιπὸν καὶ ὁ τάφος ἦτο πλησίον, καὶ ἡ προσοχὴ ἀνῆκεν εἰς τὸν κλῆρον τοῦ παιδιοῦ της Βενιαμίν, (ἡ Ραμᾶ ἀνῆκεν εἰς τὴν φυλὴν τοῦ Βενιαμίν), ἀποκαλεῖ δικαίως ἰδικά της τὰ παιδιὰ καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς φυλῆς καὶ ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ταφῆς καὶ παρουσιάζων ἐν συνεχείᾳ τὸ γεγονὸς ὡς πληγὴν ἀθεράπευτον καὶ ὀδυνηρὰν λέγει : «οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι ὅτι οὐκ εἰσίν». Ἀπὸ ἐδῶ πάλιν διδασκόμεθα αὐτὸ ποὺ ἔλεγα προηγουμένως· νὰ μὴ ταρασσώμεθα ποτέ, ὅταν ὅσα γίνωνται εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ Θεοῦ.
Ἰδοὺ λοιπὸν ποῖα ἦσαν τὰ προοίμια τῆς ἐλεύσεώς του διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ λαοῦ ἤ μᾶλλον διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς οἰκουμένης. Ἡ μητέρα του ὑποχρεώνεται εἰς φυγήν, περιπίπτει ἡ πατρίδα του εἰς ἀθεράπευτα δεινὰ καὶ ἀποτολμᾶται ἔγκλημα σκληρότερον ἀπὸ κάθε ἄλλο, θρῆνος πολὺς καὶ ὀδυρμὸς καὶ παντοῦ κραυγαί. Ἀλλὰ μὴ ταραχθῇς. Συνηθίζει νὰ πραγματοποιῇ τὰ σχέδιά του μὲ τὰ ἀντίθετα καὶ μᾶς παρέχει ἔτσι μεγίστην ἀπόδειξιν τῆς δυνάμεώς του. Ἔτσι ὡδηγοῦσε καὶ τοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς προετοίμαζε νὰ ἐπιτυγχάνουν τὰ πάντα, ἐπιτελῶν τὴν πραγματοποίησιν τῶν ἀντιθέτων μὲ τὰ ἀντίθετα, διὰ νὰ γίνῃ τὸ θαῦμα μεγαλύτερον. Καὶ ἐκεῖνοι ἄν καὶ ἐμαστιγώνοντο καὶ ἐξεδιώκοντο καὶ ὑπέμεναν ἄπειρα δεινὰ ἐνίκησαν ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τοὺς ἐμαστίγωναν καὶ τοὺς κατεδίωκαν.
«Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρώδου, ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ’ ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσήφ, λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ». Δὲν λέγει φεῦγε, ἀλλὰ «πορεύου».
4. Εἶδες πάλι μετὰ τὸν πειρασμὸν τὴν ἄνεσιν καὶ μετὰ τὴν ἄνεσιν τὸν κίνδυνον πάλιν; Ἠλευθερώθη ἀπὸ τὴν ἀνάγκην τοῦ ἐκπατρισμοῦ, ἐπέστρεψε πάλιν εἰς τὴν πατρικὴν γῆν καὶ εἶδε νὰ ἔχῃ σφαγῆ ὁ φονεῦς τῶν παιδιῶν, καὶ ὅταν ἐπανῆλθεν εἰς τὴν πατρίδα του, εὑρίσκει ὑπόλοιπα τῶν παλαιῶν κινδύνων· νὰ ζῇ δηλαδὴ καὶ νὰ ἔχῃ τὸ βασιλικὸν ἀξίωμα ὁ υἱὸς τοῦ τυράννου. Πῶς τώρα ἐβασίλευεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν ὁ Ἀρχέλαος[11], ἐνῶ ἡγεμὼν ἦτο ὁ Πόντιος Πιλάτος; Ἦτο πρόσφατος ὁ θάνατος καὶ δὲν εἶχεν ἀκόμη διαμοιρασθῆ ἡ βασιλεία, ἀλλὰ ἐπειδὴ πρὸ ὀλίγου εἶχεν ἀποθάνει ἐκεῖνος, εἶχε τώρα τὴν ἐξουσίαν ὁ υἱὸς εἰς τὴν θέσιν τοῦ πατρός του. Ὁ ἀδελφός του εἶχε τὸ πατρικὸν ὄνομα καὶ διὰ τοῦτο ἐπρόσθεσεν ὁ Εὐαγγελιστής· «Ἀντὶ Ἠρώδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ». Ἄν ὅμως ἐφοβεῖτο νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἐξ αἰτίας τοῦ Ἀρχελάου, ἔπρεπε νὰ φοβηθῇ εἰς τὴν Γαλιλαίαν ἐξ αἰτίας τοῦ νέου Ἡρώδου. Ἀφοῦ ὅμως ἤλλαξε τὸ μέρος, ἐδημιουργεῖτο κάποια σύγχυσις· ἡ μανία ὅλη εἶχε στραφῆ κατὰ τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῆς περιοχῆς της. Ἀφοῦ εἶχε λοιπὸν ἐκτελεσθῆ ἡ σφαγὴ ἐνόμιζεν ὁ νεαρὸς Ἀρχέλαος ὅτι εἶχε συντελεσθῆ τὸ πᾶν καὶ μέσα εἰς τὰ πολλὰ ὅτι εἶχε φονευθῆ καὶ τὸ παιδὶ ποὺ ἐζητοῦσαν. Ἀφοῦ ἐξ ἄλλου εἶχεν ἰδεῖ καὶ τὸ κακὸν τέλος τοῦ πατρός του, ἔγινε διστακτικώτερος εἰς τὸ νὰ προχωρήσῃ περισσότερον καὶ νὰ τὸν συναγωνισθῇ εἰς τὴν παρανομίαν. Ἔρχεται, λοιπόν, ὁ Ἰωσὴφ εἰς τὴν Ναζαρὲτ καὶ ἀποφεύγει ἔτσι τὸν κίνδυνον, ἐνῷ συγχρόνως ἐγκαθίσταται εἰς τὴν πατρίδα του. Διὰ περισσοτέραν ἐνθάρρυσίν του λαμβάνει καὶ τὴν σχετικὴν μὲ αὐτὸ πληροφορίαν τοῦ ἀγγέλου. Ὁ Λουκᾶς δὲν ἀναφέρει ὅτι ἦλθεν ἐκεῖ ἔπειτα ἀπὸ ὑπόδειξιν τοῦ ἀγγέλου, ἀλλὰ ὅτι, ἀφοῦ ἐξεπλήρωσαν ὅλοι τὸν ἀπαιτούμενον καθαρισμόν, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ναζαρέτ. Τὶ ἠμποροῦμεν νὰ εἰποῦμεν; Ὅτι ὁ Λουκᾶς ἀναφέρεται εἰς τὸν χρόνον πρὸ τῆς καθόδου εἰς τὴν Αἴγυπτον. Δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ τοὺς ὁδηγήσῃ ἐκεῖ πρὸ τοῦ καθαρμοῦ, διὰ νὰ μὴ διαπραχθῇ παρανομία. Ἐπερίμενε νὰ γίνῃ ὁ καθαρμός, νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν Ναζαρὲτ καὶ τότε μόνον νὰ μεταβοῦν εἰς τὴν Αἴγυπτον. Καὶ ἀφοῦ ἐπανῆλθαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, τοὺς διατάσσει νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Ναζαρέτ. Πρὸ τοῦ γεγονότος τούτου δὲν εἶχαν λάβει τὸν χρηματισμὸν νὰ μεταβοῦν ἐκεῖ, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐγκατάστασίν των εἰς τὴν πατρίδα των, τὸ ἐπραγματοποιοῦσαν τοῦτο αὐτόματα. Ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ἔλθει παρὰ διὰ τὴν ἀπογραφὴν μόνον, καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ποῦ νὰ μείνουν, ἀφοῦ ὡλοκλήρωσαν τὸν σκοπόν, διὰ τὸν ὁποῖον εἶχαν ἀνέλθει, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ναζαρέτ. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ ἄγγελος πρὸς καθησυχασμὸν τοὺς ἀποδίδει εἰς τὴν πατρίδα τους. Καὶ δὲν τὸ ἐκτελεῖ καὶ τοῦτο ἁπλῶς, ἀλλὰ τὸ συνοδεύει μὲ τὴν προφητείαν. Διότι λέγει· «Ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τῶν προφητῶν, ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται».
Ποῖος προφήτης εἶπε τὴν προφητείαν αὐτήν; Μὴν εἶσαι περίεργος καὶ μὴ ἐρωτᾷς πολλά. Πολλὰ προφητικὰ βιβλία ἔχουν ἐξαφανισθῆ. Καὶ τοῦτο δύναται νὰ τὸ συμπεράνῃ κανεὶς ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ βιβλία τῶν παραλειπομένων. Καθὼς ἦσαν ἀδιάφοροι καὶ διαρκῶς περιέπιπταν εἰς τὴν ἀσέβειαν, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ βιβλία τὰ ἄφηναν νὰ χάνωνται καὶ ἄλλα τὰ ἔκαιαν καὶ τὰ ἔσχιζαν οἱ ἴδιοι. Ἀφ’ ἑνὸς ἔχομεν τὴν διήγησιν τοῦ Ἰερεμίου καὶ ἀφ’ ἑτέρου τοῦ συγγραφέως τοῦ τετάρτου βιβλίου τῶν Βασιλειῶν, ποὺ μᾶς λέγει ὅτι ἔπειτα ἀπὸ πολὺν χρόνον κατὰ τύχην εὑρέθη ταὸ Δευτερονόμιον θαμμένον κάπου καὶ ἐξηφανισμένον. Καὶ ἄν εἶχαν ἔτσι ἐγκαταλείψει τὰ βιβλία, χωρὶς νὰ ὑπάρχουν βάρβαροι, πολὺ περισσότερο θὰ τὸ ἔκαμναν, ὅταν εἶχαν ἐπιδρομὰς βαρβάρων. Ἐλέχθησαν αὐτά, διότι, ὅπως Τὸν προανήγγειλαν οἱ προφῆται ἔτσι, Ναζωραῖον, Τὸν ἀποκαλοῦν καὶ οἱ Ἀπόστολοι εἰς πολλὰ σημεία.
Τοῦτο, λοιπόν, μήπως ἔρριπτε κάποιαν σκιὰν εἰς τὴν προφητείαν διὰ τὴν Βηθλεέμ; ἐρωτᾷ κάποιος.
Καθόλου. Ἀπεναντίας αὐτὸ ἀκριβῶς κινεῖ καὶ διεγείρει τὸ ἐνδιαφέρον πρὸς ἔρευναν ὅσων λέγονται δι’ αὐτόν. Ἔτσι καὶ ὁ Ναθαναὴλ συμμετέχει εἰς τὴν ἀναζήτησιν καὶ λέγει· «Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;»[12]. Ἦτο χωρίον ἄνευ σημασίας καὶ μάλιστα ὄχι ὁ οἰκισμὸς μόνον ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρος ἡ περιοχὴ τῆς Γαλιλαίας. Διὰ τοῦτο οἱ Φαρισαῖοι ἔλεγαν· «Ἐρώτησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται»[13]. Αὐτὸς ὅμως δὲν θεωρεῖ ὐποτιμητικὸν νὰ ὁμολογῇ ὅτι κατάγεται ἀπ’ ἐκεῖ, ἀποδεικνύων ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκην ἀπὸ κανένα ἀνθρώπινο πιστοποιητικό. Ἀκόμη καὶ τοὺς μαθητές του ἀπὸ τὴν Γαλιλαία τοὺς ἐκλέγει. Ἔτσι ἀφαρεῖ παντοῦ τὶς δικαιολογίες ἐκείνων, ποὺ ἐπιθυμοῦν τὴν ἡσυχία καὶ ἀποδεικνύει ὅτι κανένα ἐξωτερικὸ στοιχεῖο δὲν μᾶς χρειάζεται, ἄν ἀσκήσουμε τὴν ἀρετή. Γι’αὐτὸ δὲν φροντίζει οὔτε γιὰ σπίτι. Λέγει· «ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ»[14]. Ὅταν τὸν ἐπιβουλεύεται ὁ Ἡρώδης, φεύγει. Καὶ ὅταν γεννήθηκε, τὸν ἀνακλίνουν στὴν φάτνη, μένει στὸν στάβλο, ἐκλέγει μητέρα ἀφανῆ. Μᾶς διδάσκει ἔτσι κανένα ἀπὸ αὐτὰ νὰ μὴν θεωροῦμε ἐξευτελιστικό, ποδοπατεῖ ἐκ προοιμίου κάθε ἀνθρώπινο ἐγωισμό, διατάζει νὰ εἴμαστε διάκονοι τῆς ἀρετῆς.
5. Γιατὶ μεγαλοφρονεῖς γιὰ τὴν πατρίδα σου, ὅταν σὲ διατάσσω νὰ εἶσαι ὁ ξένος[15] ὅλης τῆς οἰκουμένης; μᾶς λέγει. Ὅταν ἔχῃς τὴν ἐξουσία νὰ γίνεις τέτοιος, ὥστε ὁ κόσμος ὁλόκληρος νὰ μὴν εἶναι ἄξιός σου; Ὅλα αὐτὰ εἶναι τόσο μηδαμινά, ὥστε μήτε ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες φιλοσόφους νὰ μὴν ἀποδίδεται εἰς αὐτὰ καμμία σημασία καὶ νὰ ἀποκαλοῦνται τὰ ἐκτὸς καὶ νὰ κατέχουν τὴν τελευταία θέση. Ἀλλά, βέβαια, ὁ Παῦλος τὰ ἀναγνωρίζει καὶ ὁμιλεῖ ὡς ἐξῆς· «Κατὰ δὲ τὴν ἐκλογήν, ἀγαπητοί, διὰ τοὺς πατέρας»[16], ἀντείνει. Ἀλλά, πές μου, πότε τὸ εἶπε καὶ σὲ ποιοὺς ἀναφερόμενος καὶ πρὸς ποιοὺς μιλῶντας; Βέβαια πρὸς ἐκείνους ποὺ προέρχονται ἀπὸ εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι ὑπερηφανεύονται ὑπερβολικὰ γιὰ τὴν πίστη τους καὶ ποὺ ἐπιτίθενται σφοδρὰ κατὰ τῶν Ἰουδαίων κι ἔτσι τοὺς ἀπεμάκρυναν ἀκόμη περισσότερο. Ὁ Παῦλος ὅμως μὲ τὸν λόγο του περιώριζε τὴν ὑπερηφάνεια ἐκείνων, ἐνῷ προσείλκυε τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς προέτρεπε στὸν ἴδιο ζῆλο. Διότι ὅταν ἀναφέρεται στοὺς σπουδαίους καὶ μεγάλους ἐκείνους ἄνδρες, ἄκουσε πῶς ὁμιλεῖ· «Οἱ δὲ ταῦτα λέγοντες ἐμφανίζουσιν ὅτι πατρίδα ἐπιζητοῦσι. Καὶ εἰ μὲν ἐκείνης ἐμνημόνευον, ἀφ’ ἦς ἐξῆλθον, εἶχον ἄν καιρὸν ἀνακάμψαι· νῦν δὲ ἑτέρας, κρείτονος ὀρέγονται»[17]. Καὶ ἄλλην φοράν· «κατὰ πίστιν ἀπέθανον οὗτοι πάντες, μὴ κομισάμενοι τὰς ἀπαγγελίας, ἀλλὰ πόρρωθεν αὐτὰς ἰδόντες καὶ ἀσπασάμενοι»[18]. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωάννης ἔλεγεν εἰς ὅσους ἤρχοντο πρὸς αὐτόν· «μὴ δόξητε λέγειν, ὅτι πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ»[19]. Καὶ ὁ Παῦλος πάλιν· «Οὐ γὰρ πάντες οἱ ἐξ Ἰσραὴλ οὗτοι Ἰσραήλ, οὐδὲ τὰ τέκνα τῆς σαρκός, ταῦτα τέκνα τοῦ Θεοῦ»[20].
Τὶ ὠφελήθησαν λόγου χάριν τὰ παιδιὰ τοῦ Σαμουὴλ ἀπὸ ταὸ γένος τὸ πατρικόν, ἀφοῦ δὲν ἔγιναν κληρονόμοι τῆς πατρικῆς ἀρετῆς; Τὶ ἐκέρδισαν ἐπίσης τὰ παιδιὰ τοῦ Μωυσέως[21], ποὺ δὲν ἐμιμήθησαν τὴν αὐστηρὰν εὐσέβειαν τοῦ πατρός των; Δὲν τὸν διεδέχθησαν οὔτε εἰς τὴν ἐξουσίαν ἀλλ’ ἐνῷ ἐκεῖνοι τὴν ἔγραφαν εἰς τὸ ὄνομά των ὡς πατέρα των, ἡ ἀρχηγία τοῦ λαοῦ μετεβιβάζετο εἰς ἄλλον, εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἔγινεν υἱός του κατὰ τὴν ἀρετήν. Τὶ ἐζημιώθη ὁ Τιμόθεος ἄν καὶ κατήγετο ἀπὸ Ἕλληνα πατέρα; Καὶ πάλιν τὶ ἐκέρδισε ὁ υἱὸς τοῦ Νῶε[22] ἀπὸ τὴν ἀρετὴν τοῦ πατρός του, ἀφοῦ ἔγινεν ἀπὸ ἐλεύθερος δοῦλος; Βλέπεις ὅτι δὲν ἐπαρκεῖ ἡ εὐγένεια τοῦ πατρὸς διὰ νὰ προστατεύσῃ τὰ παιδιά; Ἡ κακία τῆς προαιρέσεώς των ἐνίκησε τοὺς νόμους τῆς φύσεως καὶ δὲν τὸν ἀπεξένωσε μόνον ἀπὸ τὴν ἀρετὴν τοῦ πατρός του, ἀλλλὰ τοῦ ἐστέρησε καὶ τὴν ἐλευθερίαν. Καὶ ὁ Ἡσαῦ δὲν ἦτο υἱὸς τοῦ Ἰσαὰκ καὶ δὲν εἶχε προστάτην τὸν πατέρα του; Καὶ ὁ πατήρ του ἐφρόντιζε καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν κάμῃ μέτοχον τῶν εὐλογιῶν του καὶ ἐκεῖνος πάλι διὰ τοῦτο ἔπραττεν ὅλα τὰ θελήματά του. Ἐπειδὴ ὅμως ἦτο κακὸς τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐκέρδισε καὶ ἐνῷ ἦτο μεγαλύτερος καὶ εἶχε τὸν πατέρα μὲ τὸ μέρος του βοηθὸν εἰς ὅλα, ἐπειδὴ δὲν εἶχε μὲ τὸ μέρος του τὸν Θεόν, ἐξέπεσεν ἀπὸ ὅλα.
Καὶ διατὶ ἀσχολοῦμαι μὲ τοὺς ἀνθρώπους; Οἱ Ἑβραῖοι ἔγιναν υἱοὶ τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἐκέρδισαν τίποτε ἀπὸ τὴν μοναδικὴν αὐτὴν εὐγένειαν. Καὶ ἄν κάποιος, ὁ ὁποῖος ἔγινε υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τιμωρῆται βαρύτερα, ἄν δὲν παρουσιάσῃ ἀρετὴν ἀξίαν τῆς εὐγενείας αὐτῆς, πῶς μοῦ προβάλλεις τὴν εὐγένειαν τῶν προγόνων καὶ τῶν πάππων; Καὶ δὲν θὰ εὕρῃς εἰς τὴν Παλαιὰν μόνον ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην νὰ ἐπικρατῇ ὁ κανὼν αὐτός· «Ὅσοι γὰρ ἔλαβον Αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοὶς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι»[23], λέγει.
Ἀλλ’ ὅμως ἀπὸ τὰ παιδιὰ αὐτά, πολλά, εἶπεν ὁ Παῦλος, δὲν ὠφελοῦνται τίποτε ἀπὸ τὸν πατέρα· «ἄν γὰρ περιτέμνησθε», λέγει, «Χριστὸς ὑμᾶς οὐδὲν ὠφελήσει»[24]. Καὶ ἄν δὲν ὠφελῇ ὁ Χριστὸς εἰς τίποτε ἐκείνους ποὺ δὲν θέλουν νὰ προσέξουν τὴ ζωή τους, πῶς θὰ τοὺς προστατεύσῃ ὁ ἄνθρωπος;
Ἄς μὴ μεγαλοφρονοῦμεν, λοιπόν, μήτε διὰ τὴν εὐγενῆ καταγωγή, μήτε γιὰ τὸν πλοῦτο μας, ἀλλὰ ἄς περιφρονοῦμε κι ἐκείνους, ποὺ μεγαλοφρονοῦν γι’ αὐτά. Μήτε νὰ ἀποθαρρυνώμεθα γιὰ τὴν πτωχεία μας. Ἄς ἐπιδιώκουμε τὸν πλοῦτο ταὼν ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἄς ἀποφεύγουμε τὴν πτωχεία ἐκείνη, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κακία. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς καὶ ὁ πλούσιος ἐκεῖνος ἦταν πτωχός. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν πέτυχε οὔτε μία σταγόνα δρόσου παρ’ ὅλη τὴν ἱκεσία του[25]. Μολονότι ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ γίνῃ τόσο πτωχός, ὥστε νὰ μὴν ἔχῃ νὰ ἀπολαύσῃ οὔτε λίγο νερό; Κανεὶς βεβαίως. Καὶ αὐτοί, ποὺ βασανίζονται ἀπὸ τὴν μεγαλύτερη πείνα, μποροῦν ὡστόσο νὰ ἀπολαύσουν λίγο νερό. Καὶ ὄχι, βέβαια, μιὰ σταγόνα ὕδατος μόνο, ἀλλὰ νὰ πετύχουν καὶ περισσότερη ἀνακούφιση. Δὲν συνέβαινε ὅμως αὐτὸ καὶ σὲ ἐκεῖνον τὸν πλούσιο, ἀλλὰ ἦταν φτωχὸς μέχρι τοῦ σημείου αὐτοῦ. Καὶ τὸ βαρύτερο εἶναι πὼς δὲν εἶχε τρόπο νὰ ἀνακουφίσει τὴν πενία του. Γιατί, λοιπόν, χάσκουμε ἐνώπιον τῶν χρημάτων, ὅταν αὐτὰ δὲν μᾶς ὁδηγοῦν στὸν Οὐρανό; Πεῖτε μου : ἄν κάποιος ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς ἔλεγε πὼς εἶναι ἀδύνατο νὰ διακριθῇ ὁ πλούσιος στὸ βασίλειό του καὶ νὰ τιμηθῇ κατὰ κάποιο τρόπο, δὲν θὰ ἐπετούσατε ὅλοι τὰ χρήματά σας; Στὴν περίπτωση αὐτή, ἄν σᾶς στερήσουν τῆς τιμῆς στὰ γήινα αὐτὰ βασίλεια, τὰ χρήματα θὰ εἶναι εὐκαταφρόνητα. ὅταν ὅμως ὁ Βασιλεὺς τῶν Οὐρανῶν καθημερινῶς βοᾷ καὶ λέγῃ, ὅτι εἶναι δύσκολο φορτωμένος μὲ αὐτὰ νὰ φθάσῃς στὰ ἱερὰ ἐκεῖνα προπύλαια, δὲν θὰ τὰ ἐγκαταλείψωμεν ὅλα, δὲν θὰ ἀποξενωθοῦμεν ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μας, διὰ νὰ εἰσέλθωμεν μὲ θάρρος εἰς τὴν Βασιλείαν;
6. Καὶ τοῦτο. Ποίας συγγνώμης θὰ γίνουμε ἄξιοι, ὅταν μὲ πολλὴ προθυμία τοποθετοῦμε γύρω μας ὅσα ἐμποδίζουν τὸ δρόμο μας πρὸς τὰ ἐκεῖ; Καὶ ὅταν δὲν τὰ ἀσφαλίζουμε σὲ χρηματοφυλάκια μόνο, ἀλλὰ τὰ κρύπτουμε στὴ γῆ, ἐνῷ εἶναι στὸ χέρι μας νὰ τὰ παραδώσουμε στὴ φύλαξη τῶν Οὐρανῶν; Κάνεις ὅ,τι ὁ γεωργός, ὁ ὁποῖος ἀντὶ νὰ σπείρῃ τὸ γόνιμο χωράφι, ἀφήνει τὸ χωράφι καὶ καταχώνει μέσα στὸ λάκκο ὅλο τὸ σιτάρι., Ἔτσι, μήτε ὁ ἴδιος θὰ κερδίσῃ καὶ τὸ σιτάρι θὰ χαλάσῃ καὶ θὰ καταστραφῇ.
Καὶ ὅταν ἐμεῖς τοὺς κατηγοροῦμε γι’ αὐτὸ, ποιὸ εἶναι τὸ ἀκαταμάχητο ἐπιχείρημά τους; Δὲν ἀποτελεῖ, λέγουν, μικρὰ ἀνακούφιση ἡ γνώση ὅτι ἔχουμε ἀσφαλὴ στήριγμα. Ἄν δὲν φοβᾶσαι τὴν πείνα, πρέπει νὰ φοβᾶσαι ἄλλα χειρότερα γιὰ τὴν ἀποθήκευση αὐτή, θανάτους, πολέμους, ἐπιβουλές. Καὶ ἄν ποτὲ πέσῃ πεῖνα, πάλι ταὸ πλῆθος πιεζόμενο ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς γαστρός, ὁπλίζει κατὰ τοῦ σπιτιοῦ σου τὸ χέρι του. Ἤ μᾶλλον, ὅταν φέρεσαι ἔτσι, σὺ καὶ τὴν πείνα φέρεις στὶς πόλεις καὶ ἐτοιμάζεις γιὰ τὸ σπίτι σου βάραθρο μεγαλύτερο ἀπὸ ὅτι ἡ πεῖνα. Δὲν γνωρίζω νὰ ἔχουν πεθάνει ἀμέσως κάποιοι ἀπὸ τὴν πεῖνα. Διότι εἶναι δυνατὸ νὰ εὕρῃ κανεὶς πολλοὺς τρόπους γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ δεινοῦ τούτου. Σᾶς παρουσιάζω ὅμως πολλοὺς ποὺ ἔχουν φονευθῇ εἴτε φανερὰ εἴτε κρυφὰ ἐξ αἰτίας τῶν χρημάτων καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ πλούτου καὶ διὰ παρομοίας περιπτώσεις.
Ἀπὸ πολλὰ παραδείγματα εἶναι γεμάτοι οἱ δρόμοι, τὰ δικαστήρια, ἡ ἀγορά. Καὶ ὄχι μόνο οἱ δρόμοι, τὰ δικαστήρια, ἡ ἀγορά. Θὰ δῇς ἀκόμη καὶ τὴ θάλασσα γεμάτη ἀπὸ αἵματα. Διότι δὲν ἔγινε τῆς γῆς μόνον κυρία ἡ τυραννικὴ αὐτὴ ἐξουσία, ἀλλὰ εἰσώρμησε καὶ στὸ πέλαγος μὲ μανιώδη μέθη κωμαστῶν[26]. Ἔτσι ὁ ἕνας ταξιδεύει γιὰ χρυσὸ καὶ ὁ ἄλλος φονεύεται γι’αὐτόν. Καὶ ὁ ἴδιος τύραννός κάμνει τὸν ἕνα ἔμπορο καὶ τὸν ἄλλο δολοφόνο. Ὑπάρχει, λοιπόν, πιὸ ὕπουλο πρᾶγμα ἀπὸ τὸν μαμωνᾶ, ὅταν ἐξ αἰτίας του ὁ ἄνθρωπος ἐκπατρίζεται καὶ κινδυνεύει καὶ φονεύεται; Ἀλλὰ λέγει : «Τὶς ἐλεήσει ἐπαοιδὸν ὀφιόδηκτον»[27]; Ἔπρεπε νὰ γνωρίζουμε τὸ φοβερὸ πάθος καὶ νὰ ἀποφύγουμε τὴ δουλεία σὲ αὐτὸ καὶ νὰ ἐξαλείψουμε τὸν θανατηφόρο πόθο του. Πῶς εἶναι αὐτὸ δυνατό; Ἄν τὸν ἀντικαταστήσεις μὲ τὸν πόθο τῶν Οὐρανῶν. Ὅποιος ἐπιθυμεῖ τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν θὰ περιγελάσῃ τὴν πλεονεξία. Ὅποιος ἔγινε δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶναι τοῦ μαμωνᾶ δοῦλος, ἀλλὰ κύριος. Συνηθίζει ὁ πλοῦτος[28] νὰ κυνηγᾷ ὅποιον τὸν ἀποφεύγει καὶ νὰ ἀποφεύγῃ ὅποιον τὸν κυνηγᾷ. Δὲν τιμᾶ αὐτὸν ποὺ τὸν κυνηγᾷ, ὅσον αὐτὸν ποὺ τὸν περιφρονεῖ. Κανένα δὲν περιπαίζει τόσον, ὅσον ἐκείνους ποὺ τὸν ἐπιθυμοῦν. Καὶ δὲν τοὺς περιπαίζει μόνον, ἀλλὰ καὶ μὲ ἄπειρα τοὺς δεσμεύει δεσμά.
Ἄς διαλύσωμεν ἔστω καὶ τώρα τὰς βαρείας ἀλύσεις. Διατὶ ὑποδουλώνεις τὴν λογικὴν ψυχὴν εἰς τὴν ἄλογον ὕλην, τὴν μητέρα ἀπείρων συμφορῶν; Τὶ κοροϊδία! Ἡμεῖς τὸν καταπολεμοῦμεν μὲ τοὺς λόγους, ἐνῷ ἐκεῖνος μὲ τὰ ἔργα μᾶς σύρει καὶ μᾶς περιφέρει παντοῦ, μᾶς ἐξευτελίζει σὰν δούλους ἀργυρωνήτους καὶ ἀξίους διὰ τὸ μαστίγιον. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερον αἴσχος καὶ ἀτιμία. Ἄν δὲν γινώμεθα νικηταὶ τῆς ἀναισθήτου ὕλης, πῶς θὰ νικήσωμεν τὰς ἀσωμάτους δυνάμεις; Ἄν δὲν περιφρονοῦμε τὸ ἀνάξιο χῶμα καὶ τοὺς λίθους τοὺς πεταγένους, πῶς θὰ ὑποτάξουμε τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες; Πῶς θὰ ἀσκήσουμε τὴ σωφροσύνη; Ἄν μᾶς ἐκπλήττῃ ὁ ἄργυρος ποὺ σκορπίζει τὴ λάμψη του, πῶς θὰ προσπεράσουμε τὸ κάλλος τοῦ προσώπου; Εἶναι τόσο ἔκδοτοι μερικοὶ σὲ αὐτὸ τὸ τυραννικὸ πάθος, ὥστε νὰ τοὺς ἐπηρεάζῃ καὶ αὐτὸ τὸ ἀντίκρυσμα τοῦ χρυσοῦ καὶ εὐφυολογοῦντες λέγουν ὅτι ἡ ἐμφάνιση τοῦ χρυσοῦ νομίσματος ὠφελεῖ ἀκόμη καὶ τὴν ὄραση.
Μὴ παίζῃς, ἄνθρωπε, μὲ αὐτά. Ἀντιθέτως, τίποτε δὲν ζημιώνει τόσο τὰ μάτια καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς, ὅσο ἡ ἐπιθυμία τῶν χρημάτων. Αὐτὴ ἡ ἀγρία ἐπιθυμία τῶν παρθένων[29] τῆς παραβολῆς ἔσβησε τὶς λαμπάδες τους καὶ τὶς ἐξεδίωξε ἀπὸ τὸν νυμφικὸ θάλαμο. Αὐτὴ ἡ θέα, ποὺ ὠφελεῖ, ὅπως εἶπες, τὰ μάτια, δὲν ἄφησε τὸν ἄθλιο Ἰούδα νὰ ἀκούσῃ τὴ δεσποτικὴ φωνή, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀγχόνη τὸν ὡδήγησε καὶ νὰ σχισθῇ ἡ κοιλία του ἔκαμε καὶ τὸν ἔστειλε καὶ στὴ γέενα ἔπειτα ἀπὸ αὐτά. Τί, λοιπόν, ὑπάρχει παρανομώτερο ἀπὸ αὐτήν; Τὶ περισσότερο φρικῶδες; Δὲν ἐννοῶ τὴν ὕλην τῶν χρημάτων, ἀλλὰ τὴν ἐπιθυμία τους τὴν ἄκαιρη καὶ μανιακή. Στάζει ἀνθρώπινα αἵματα, βλέπει φόνους, εἶναι ἀγριωτέρα ἀπὸ κάθε θηρίο καὶ κατασπαράζει ὅσους πέσουν σὲ αὐτήν. Καὶ τὸ χειρότερο, ὅτι δὲν ἀφήνει νὰ αἰσθανθοῦν τὸ κατασπάραγμά τους. Ἐνῷ ὅσοι ὑπομένουν αὐτὰ τὰ δεινὰ πρέπει νὰ ἁπλώνουν τὸ χέρι τους πρὸς τοὺς περαστικοὺς καὶ νὰ τοὺς καλοῦν σὲ βοήθεια, αὐτοὶ ἐκφράζουν καὶ εὐχαριστίες γιὰ τὰ τραβήγματα αὐτά. Ὑπάρχει μεγαλυτέρα ἀθλιότης;
Αὐτὰ ὅλα ἄς ἔχουμε στὸ νοῦ μας καὶ ἄς ἀποφεύγουμε τὴν ἀνίατη νόσο. Ἄς περιποιηθοῦμε τὰ δαγκώματά της καὶ ἄς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὸ μόλυσμα. Ἔτσι καὶ ἐδῶ θὰ ζήσουμε ἀσφαλῆ καὶ ἀτάραχο βίο καὶ θὰ ἐπιτύχουμε τοὺς μελλοντικοὺς θησαυρούς. Αὐτοὺς εἴθε νὰ τοὺς ἐπιτύχουμε ὅλοι, μὲ τὴ Χάρη καὶ τὴ Φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ τιμὴ καὶ τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἀμήν.
[1] Ἀδικοῦν πολλοί, ἀλλὰ δὲν ἀδικεῖται κανείς. Εἶναι λοιπόν, τόσον ἀνίκανος ἡ ἀδικία νὰ εὕρη τὸν στόχον της; Ἡ πραγματικότης δὲν μαρτυρεῖ διὰ τὸ ἀντίθετον; Καὶ ὅμως θὰ ἠμποροῦσε νὰ ὑποστηρίξῃ κανεὶς ὅτι ἡ σκέψις δὲν εἶναι ἁπλοὺν ὀξύμωρον σχῆμα λόγου, διὰ νὰ προσελκυσθῇ ἡ προσοχὴ τοῦ ἀκροατοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη πραγματικότης διὰ τὸν πιστόν ἀποβλέποντα εἰς τὴν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ.
[2] Α΄ Κορ. ε΄, 5.
[3] Βλέπε τὸν Κρίτωνα τοῦ Πλάτωνος.
[4] Ὅταν ὁ Δαυίδ ἀνεζητοῦσε τὸν ἀποστάτην υἱόν του Ἀβεσσαλώμ, συνηντήθη μὲ τὸν ἀπὸ τὴν γενεὰν τοῦ Σαοὺλ καταγόμενον Σεμεΐ, ὁ ὁποὶος τὸν κατηράσθη καὶ τὸν ἐβλασφήμησεν ὡς ἄνδρα αἱμάτων καὶ κακοῦργον. Ἀλλ’ ὁ Δαυίδ ἠρνεῖτο νὰ τὸν τιμωρήσῃ ἐλπίζων ὅτι θὰ λάβῃ ἀπὸ τὸν Θεόν «ἀγαθὰ ἀντὶ τῆς κατάρας αὐτῆς» (Β΄ Βασιλ. ιστ΄, 5-14).
[5] Β΄ Βασ. ιστ΄, 11-12.
[6] Ψαλμ. κδ΄, 18-19.
[7] Λουκᾶ κεφ. ιστ΄.
[8] Ὁ Φλάβιος Ἰώσηπος, ἱστορικὸς καὶ στρατηγὸς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἐπαναστατικοῦ στρατοῦ εἰς τὴν Γαλιλαίαν κατὰ τὸν πόλεμον ἐναντίον τῆς Ρώμης τὸ 66-70, ἐγεννήθη τὸ 378μ.Χ. ἀπὸ ἱερατικὴν οἰκογένειαν. Κατ’ ἀρχὰς ἐπολέμησε τοὺς Ρωμαίους, ἀλλ’ ἀργότερον διαπιστώσας τὴν ἀκαταμάχητον δύναμίν των συμφιλιωθεὶς μετἀ αὐτῶν ἐδέχθη ἀποζημίωσιν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα. Ἔγραψε τὸν Ἰουδαϊκὸν πόλεμον εἰς 7 βιβλία, τὴν Ἰουδαϊκὴν Ἀρχαιολογίαν εἰς 20 βιβλία, τὸν βίον του, ὅπου ὑπεραμύνεται τῆς πολιτείας του καὶ τέλος τὸν κατ’ Ἀπίωνος λόγον, ποὺ ἀποτελεῖ εὔγλωττον ἀπολογίαν τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ.
[9] Ἰερ. λα΄, 15.
[10] Ματθ. ι΄, 29.
[11] Ὁ Ἀρχέλαος ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς υἱοὺς τοῦ Ἡρώδου τοῦ Μεγάλου ἀπὸ τὴν σύζυγό του Μαλθάκην. Οἱ ἀδελφοί του Ἀντίπας καὶ Φίλιππος, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ἱκανοποιηθῆ ἀπὸ τὴν διαθήκην τοῦ πατρός των, κατέφυγαν εἰς τὸν Αὔγουστον, ὁ ὁποῖος ἐδικαίωσε τὸν Ἀρχέλαον καὶ τοῦ παραχώρησε τὸν τίτλον τοῦ ἐθνάρχου. Ὁ Ἀρχέλαος ἀπεδείχθη τύραννος σκληρότερος ἀπὸ τὸν πατέρα του, ἐξ οὖ καὶ ὁ φόβος τοῦ Ἰωσὴφ νὰ ἐγκατασταθῇ εἰς τὴν περιοχήν του. Κατηγγέλθη εἰς τὴν Ρώμην διὰ τὴν σκληρότητά του, ἐξωρίσθη ἔπειτα ἀπὸ ἑννέα ἐτῶν ἡγεμονίαν καὶ ἀπέθανεν εἰς τὴν Βιέννην.
[12] Ἰωαν. α΄, 46.
[13] Ἰωαν. ζ΄, 52.
[14] Λουκᾶ θ΄, 58.
[15] Ὁ Χριστιανὸς ζεῖ μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι εἶναι ξένος καὶ πάροικος στὴ γὴ καὶ ἔτσι εἶναι γαλήνιος καὶ ἥσυχος. Ὁ μακρὰν τοῦ Χριστοῦ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας ἔχει καὶ αὐτὸς τὸ συναίσθημα ὅτι εἶναι ξένος, εὑρίσκεται ὅμως σὲ διαρκῇ ἀγωνία καὶ ταραχή. Τὸν Χριστιανό, κατὰ τὴν ἀπόλυτο πίστη του, τὸν ἀναμένει ὁ Οὐρανός.
[16] Ρωμ. ια΄, 28.
[17] Ἑβρ. ια΄, 14-16.
[18] Ἑβρ. ια΄, 13.
[19] Λουκᾶ γ΄, 8.
[20] Ρωμ. θ΄, 6.
[21] Περὶ τῶν δύο υἱῶν τοῦ Σαμουὴλ βλέπε εἰς Ἔξ. κεφ. 18. Υἱοὶ τοῦ Μωυσέως καὶ τῆς Σεπφώρας ἦσαν ὁ Γηρσὸμ καὶ ὁ Ἐλιέζερ. Τὸ ὄνομα τοῦ πρώτου σημαίνει «πάροικος», (Ἰεζ. β, 21-22)· τοῦ δευτέρου· «ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μου» (Ἐξ. ιη΄, 3-4).
[22] Πρόκειται διὰ τὸν υἱὸν τοῦ Νῶε Χάμ, ὁ ὁποῖος προσέβαλε τὸν πατέρα του καὶ διὰ τοῦτο ὁ Νῶε τὸν κατηράσθη νὰ γίνῃ δοῦλος τῶν ἀδελφῶν του Σὴμ καὶ Ἰάφεθ (Γέν. θ, 18-27).
[23] Ἰωαν. α΄, 52.
[24] Γαλ. ε΄, 2.
[25] Λουκᾶ κεφ. ιστ΄.
[26] Κωμασταὶ εἶναι οἱ λαμβάνοντες μέρος εἰς κῶμον (ἐξ οὗ καὶ ἡ κωμωδία) ἤτοι εἰς διασκέδασιν μετὰ μουσικὴς καὶ χοροῦ. Μετὰ τὸ πέρας τῆς διασκεδάσεως οἱ διασκεδασταὶ μὲ προσωπίδες καὶ στεφάνους, ἐνῷ προηγοῦντο λαμπαδηφοροῦντες, περιήρχοντο τὰς ὁδοὺς μὲ χορὸν καὶ ἄσματα.
[27] Σοφ. Σειρ. ιβ΄, 13.
[28] Εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο τόσον ἔντονα προσωποποιεῖται ὁ πλοῦτος, ὥστε, ἀντὶ τῆς ψυχολογίας τοῦ πλουσίου, θὰ ἠμποροῦσε κανεὶς νὰ ὁμιλήσῃ περὶ ψυχολογίας τοῦ πλούτου.
[29] Οἱ μωρὲς παρθένες εἶναι γνωστές, ὡς σύμβολα ἀπρονοησίας. Ἐδῶ προβάλλονται ὡς σύμβολα φιλαργυρίας.